Δέκα χρόνια κρίσης. Δέκα χρόνια κατοχής στις ζωές μας. Δέκα χρόνια συστημικής οικονομικής τρομοκρατίας και κοινωνικής εξαθλίωσης. Για κάποιους, δέκα δύσκολα χρόνια. Για άλλους, δέκα ακόμα χρόνια. Για πολλούς, δέκα ρημαγμένα χρόνια. Κάποιοι διαβάζουν με διαφορετικό τρόπο το τετριμμένο πια «η κρίση έχει ευκαιρίες». Άλλοι το τερματίζουν, κερδίζοντας από τις προσδοκίες, τη δυστυχία, την ανοησία και την ανέχεια των γύρω τους. Τα αξιακά θέματα υποβαθμίζονται. Ο φόβος και η απελπισία τρέφουν τις ευκαιρίες, όσο ανάλγητο υπόβαθρο κι αν κρύβουν. Και η ζωή συνεχίζεται. Με την υποστήριξη όσων, από την άλλη, προσπαθούν με ένα μικρό πλαστικό κουβαδάκι να υπηρετήσουν έναν ωκεανό ανάγκες.
Στον άλλο κόσμο που θα πας
Πρώτος σταθμός οι απολύσεις και η φυγή των επιχειρήσεων σε ευνοϊκότερα περιβάλλοντα. Όλες οι ενέργειες δεν είναι ίδιες. Άλλος αλλάζει μόνο έδρα για λόγους τραπεζικού δανεισμού κι άλλος αναζητά φορολογικό παράδεισο. Άλλος επεκτείνεται με μονάδες παραγωγής στο εξωτερικό κι άλλος μεταφέρει σε μια νύχτα όλη την παραγωγική του δραστηριότητα. Κάποιοι τη μια μέρα απολύουν χιλιάδες και την άλλη τρέχουν προγράμματα εξειδίκευσης και ενίσχυσης της απασχόλησης των νέων, κάποτε με τη μορφή εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας. Στόχος πάντα η επιβίωση και η συγκράτηση της κερδοφορίας για λογαριασμό των μετόχων.
Κοίτα μη γίνεις σύννεφο
Επόμενη στάση η τοκογλυφία. Εκεί που ο τραπεζικός δανεισμός πέφτει κατακόρυφα, ανθίζουν οι εξωσυστημικές εξυπηρετήσεις. Κάποτε σε πλήρη παρανομία και με τα επιτόκια στα ύψη. Και με τις γνωστές μεθόδους είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών. Άλλοτε με κάποιο νόμιμο πρόσχημα εταιρικής συμμετοχής, αγοράς ακινήτου ή άλλης συναλλαγής. Στη βάση της ίσως δεν έχει τεράστια διαφορά για τους απελπισμένους, είτε προσπαθούν να προστατέψουν τον τρόπο ζωής τους είτε απλώς θέλουν να αποφύγουν τη φυλακή. Οι μηχανισμοί είναι παρόντες για όσους έχουν άκρες. Οι υπόλοιποι είμαστε πολύ τυχεροί και δεν το ξέρουμε.
Κοίτα μη γίνεις σύννεφο
Εκεί κοντά στέκεται και η αγορά χρυσού. Νόμιμα δίκτυα με πολλές δραστηριότητες. Ίσως όχι όλες νόμιμες, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες αστυνομικές έρευνες. Το ζήτημα φυσικά είναι αν το Δημόσιο εισέπραξε το μερίδιό του από το εμπόριο της ανθρώπινης δυστυχίας. Τεράστιες ποσότητες κοσμημάτων, οικογενειακών κειμηλίων και αναμνήσεων ρευστοποιήθηκαν και χύθηκαν σε ράβδους χρυσού, με γνωστούς και αφανείς προορισμούς. Τα καταστήματα εξυπηρετούν τους φουκαράδες και όλα είναι φυσιολογικά όσο εισπράττει το Δημόσιο. «Η μεγάλη ληστεία του τρένου είναι η τιμή του σάντουιτς στο μπαρ», αλλά δεν πειράζει αν το μπαρ κόβει αποδείξεις.
Κι άστρο πικρό της χαραυγής
Κάπως αντίστοιχα λειτουργεί και το εμπόριο ελπίδας. Τυχερά παιχνίδια, ηλεκτρονικά καζίνο, καταστήματα τζόγου, φρουτάκια, στοιχήματα, φυσικά καζίνο. Όποιος πληρώνει φόρους μπορεί να ψάχνει ελεύθερα για τον ηλίθιο παίκτη του εκατομμυρίου. Και πάλι παίρνουμε όλα τα μέτρα για το δημόσιο μερίδιο. Αρκεί να βάζουμε και ένα «παίξτε υπεύθυνα» στο τέλος κάθε διαφήμισης και όλα είναι υπό έλεγχο. Κάνουμε ότι κυνηγάμε και τα στημένα, αλλά είναι απαραίτητα για να λειτουργεί κανονικά το σύστημα. Άμα πέσει ο τζίρος κατεβάζουμε και το καζίνο στα πεδινά, για να είναι εύκολο και εύκαιρο στον οποιοδήποτε. Play, μαλάκες, κι ας μη γλιτώσει κανείς.
Και σε γνωρίσει η μάνα σου
Οι μεγάλες εταιρικές απάτες ή τουλάχιστον φερόμενες ως τέτοιες. Με ή χωρίς άρωμα offshore, με περίεργες συναλλαγές και λογαριασμούς κρυμμένους κάτω από το χαλάκι. Μερικές φορές με ενδοοικογενειακούς πολέμους και προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα. Άλλοτε με αρχικό σχεδιασμό φούσκας και λογική βραχύβιας δράσης για την ευκαιρία μιας μεγάλης αρπαχτής. Συνήθως με ανάμειξη πολιτικών παραγόντων που φυλάνε τσίλιες. Με μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό με κάθε πρόσφορο μέσο. Με τσανακογλείφτες και αυλικούς που προσεταιρίζονται την –έστω και πρόσκαιρη– δύναμη και δόξα. Συχνά με την ανοχή της πολιτείας και την αξιοποίηση δυνατοτήτων επιχειρηματικού δικαίου.
Που καρτερεί στην πόρτα
Η ενίσχυση της τάσης αγοράς και κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων δημιούργησε και μια όχι νέα, αλλά ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία λαθρεμπορίου, κλιμακώνοντας τις ελληνοποιήσεις. Καταγγελίες για γάλα και ζωοτροφές για τη φέτα, για αμνοερίφια το Πάσχα, υποψίες για ενδύματα, υποδήματα, βότανα, καλλυντικά, τρόφιμα, ποτά. Ένας ατελείωτος κατάλογος, με κάποιες εταιρίες που έχουν παραγωγικές μονάδες εντός και εκτός συνόρων να μπαίνουν κάποτε στον πειρασμό παραπλάνησης της αγοράς. Και τελικά κανείς να μην ξέρει τι προέλευσης είναι το κριθάρι της ελληνικής μπίρας που καταναλώνει. Αν προσθέσεις σ’ αυτά και το λαθρεμπόριο τσιγάρων, ποτών και καυσίμων, έχεις μια καλή λίστα με σύγχρονους μαυραγορίτες.
Πάρε μια βέργα λυγαριά
Μια σύντομη στάση και στις γιαλαντζί ΜΚΟ. Ξεκινώντας απ’ αυτές που γεννιούνταν και πέθαιναν για να τζιράρουν σε κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, με κάποια τηλεφωνική γραμμή βοήθειας ή άλλη δομή υποστήριξης ευπαθών ομάδων. Συνεχίζοντας με ειδικούς λογαριασμούς πολιτισμού, κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, προγράμματα κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα, και φυσικά καταλήγοντας στην αντιμετώπιση του προσφυγικού. «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη…» Τελικά, από ένα σημείο και μετά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα πρόβατα από τα κατσίκια. Οι καλοί δημιουργούν ευκαιρίες για τους καιροσκόπους και μπερδεύουν την εικόνα.
Μια ρίζα δεντρολίβανο
Κανονικά θα έπρεπε να αναφερθώ και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά δεν κάνει νόημα. Έτσι κι αλλιώς, στην κρίση λούφαξαν και γυρίσαν ρελαντί για να μαζέψουν τις ζημιές τους. Με τις κοντόφθαλμες συμπεριφορές τους έσκαψαν τον λάκκο τους και βρέθηκαν –ανίκανα να αντιδράσουν– απλοί θεατές των παιχνιδιών αναδόμησης του χώρου με νέες πλάτες, νέα συμφέροντα, άλλες ισορροπίες. Κάποιοι κατάφεραν να κρατηθούν κρατώντας δεσμούς με πολιτικά απολιθώματα. Άλλοι βούλιαξαν στην ασέβειά τους. Όμως, εδώ και δεκαετίες ξέραμε τους όρους του παιχνιδιού και τους κανόνες επιβίωσης που ακολουθούσαν. Όχι άφεση αμαρτιών, αλλά απέραντη κατανόηση για τον ρόλο που αναλαμβάνουν με το πρόσχημα της ενημέρωσής μας.
Μια ρίζα δεντρολίβανο
Το σύστημα στο σύνολό του προσπαθεί να προστατέψει τον εαυτό του. Στηρίζει τις συστημικές τράπεζες για να σώσει έναν κόσμο που αναπαράγει την ανθρώπινη δυστυχία. Τελικά καταλαβαίνουμε ότι για να υπάρξει ανάπτυξη, μετά από τόσες ανακεφαλαιοποιήσεις, τόσο χρήμα που ρούφηξε η μαύρη τραπεζική τρύπα που δημιούργησαν οι πολιτικοί με το δημόσιο χρέος, πρέπει να ξεσπιτωθούν οι φουκαράδες. Όχι οι ίδιοι φουκαράδες που ωφελήθηκαν έστω και λίγο από τη σπατάλη που προηγήθηκε, αλλά όλοι οι φουκαράδες της πυραμίδας μας. Εκεί, μέσα στα μικρά σαλόνια και τις σιωπηλές κουζίνες είναι καλά κρυμμένη η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ευτυχώς για όλους, πολιτικοί και τραπεζίτες είναι αποφασισμένοι να την ξετρυπώσουν.
Και γίνε φεγγαροδροσιά
Γιατί, βέβαια, η ληστρική επιδρομή των ημετέρων, επιχειρηματιών, πολιτικών και κουμπάρων, προχώρησε σε μεγάλη διασπορά του προϊόντος που καρπώθηκαν και που είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί πίσω, ειδικά αν έγινε με την ευκαιρία εφοδιασμού ή εξοπλισμού για τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών και της ασφάλειας της χώρας. Τι να πάρεις πίσω από έναν αθώο πρώην υπουργό και το συνάφι του ή από έναν τεχνολογικό κολοσσό που έκανε ότι σε εξοπλίζει; Πώς να επιστρέψεις φάρμακα και γάζες ή χαρτοβάμβακα που χρησιμοποιούσαν κάποτε ακόμα και οι τραπεζοκόμοι των δημόσιων νοσοκομείων αντί για χαρτί υγείας στα σπίτια τους; Πού να βρεις άκρη για τους χιλιάδες δρόμους σπατάλης που δημιουργήσαμε ώστε να ενισχύεται ο τζίρος;
Να πέσεις τα μεσάνυχτα
Το βαθύ κράτος και η κρατικοδίαιτη αυλή του υπέστη σημαντικό πλήγμα, αλλά επιβίωσε. Πάντα υπάρχουν τρόποι να σώσεις αυτό που σε στηρίζει και σε νομιμοποιεί. Μέσα σ’ όλο το μακελειό της κρίσης, πολλές αναθέσεις επιβίωσαν. Ίσως έσπασαν σε μικρότερα κομμάτια ή καταχωρίστηκαν σε διαφορετικούς λογαριασμούς, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Μπορεί να ξαπόστασαν, να κρύφτηκαν, να αποσύρθηκαν από εμβληματικές περιοχές, αλλά έμειναν εκεί. Περιορισμένες αλλά υπαρκτές. Και όπου κόπηκαν οι αναθέσεις, βρέθηκαν εναλλακτικές. Όπως στην περίπτωση της επιδοτούμενης κατάρτισης, που άλλαξε στο μοντέλο των κατευθυνόμενων voucher. Μέτρο που η επιτυχία του το έκανε να εξαπλωθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση και την –φερόμενη ως κοινωνική και ως εργασία– επιδότηση άνεργων πολιτών.
Στη διψασμένη αυλή σου
Θεσμικοί φορείς και οργανισμοί της επιχειρηματικότητας, της κοινωνικής πρόνοιας, της πολιτικής συνέχισαν να προσπαθούν να προστατέψουν το κύρος και τις δομές τους. Σαν να μη φταίει κανείς για το χάλι της ελληνικής πραγματικότητας. Στα δέκα χρόνια κρίσης δεν ακούστηκε ούτε μια συγγνώμη. Δεν έφταιξε κανείς για το κατάντημά μας. Ακόμα κι αυτοί που καμάρωναν για τη διαχείριση της επιχειρηματικής τεχνογνωσίας και την υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας δεν ανέλαβαν καμιά ευθύνη. Μόνο προσπάθησαν να συνεχίσουν τις φούσκες τους, παράγοντας κι άλλη σαπουνάδα. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να αναρωτηθούν αν στάσεις και συμπεριφορές τους συντέλεσαν –έστω και έμμεσα– ώστε να φτάσουμε μέχρι εδώ. Νοσταλγοί ενός ψεύτικου και εύθραυστου παρελθόντος.
Σε πότισα ροδόσταμο
Όμως είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι. Μπορεί όχι ένοχοι, αλλά συνυπεύθυνοι σίγουρα. Γιατί στον εμφύλιο της κρίσης κοιτάξαμε να ξαναβολευτούμε όπως όπως. Οι περισσότεροι αδιαφορήσαμε για το κοινωνικό σύνολο και ασχοληθήκαμε με την πάρτη μας. Από τα νησιά τυφλών και τις ορδές επιδοματούχων κρατήσαμε τη σοφία ότι ίσως μπορούμε κι εμείς να τα καταφέρουμε να τρυπώσουμε. Από τη μακροχρόνια ανεργία κρατήσαμε επιδόματα, προνόμια, γεύματα αγάπης και μαύρα μεροκάματα. Από την παραοικονομία γλιτώσαμε πρόθυμα τον ΦΠΑ και αφήσαμε τους άλλους να μην πληρώνουν φόρους. Σαν να μπήκαμε στο ρημαγμένο σπίτι μας μετά το πάρτι και –αντί να ψάξουμε να βρούμε τι έγινε– να στραγγίζουμε μπουκάλια και να τρώμε πατατάκια από το πάτωμα.
Με πότισες φαρμάκι
Και στην αλλαγή κλίματος η αντίδρασή μας ήταν ηλίθια. Αρχίσαμε ξανά την κατανάλωση βενζίνης με λεφτά από το μπαούλο του παππού. Επιχειρηματικά επιλέξαμε να ανοίγουμε καφέ και ντελιβεράδικα ή να εμπορευόμαστε εισαγόμενα. Υποκύψαμε στην εκφυλισμένη μας αστική φύση και αποφεύγουμε χειρωνακτικές εργασίες και αγροτικά επαγγέλματα. Για επιστροφή στο χωριό ούτε κουβέντα. Σιγά μη γίνουμε εμείς τα βλαχαδερά που κοροϊδεύουμε. Καλύτερα άνεργος στην πόλη παρά βοσκός στο χωριό. Και η φωνή της μανούλας να αντηχεί: «Δεν σε σπούδασα για να παίρνεις τρεις κι εξήντα». Και θεωρούμε κανονικότητα να μην κάνουμε τίποτα δημιουργικό ή παραγωγικό, έστω για να υποστηρίξουμε την επιβίωσή μας.
Της παγωνιάς αητόπουλο
Υπάρχουν κι αυτοί που πρόλαβαν να καταφύγουν στο εξωτερικό για εργασία και ευζωία. Σαν να θέλουν να δημιουργήσουν μια νέα ελίτ δημιουργικών και αποδοτικών ανθρώπων. Με την παραδοχή ότι κάποιος άλλος πρέπει να φτιάξει το πλαίσιο για να γίνουν παραγωγικοί. Και, φυσικά, είναι δικαίωμά τους να φύγουν για να προστατευτούν, αλλά υπογραμμίζει και τον εγωισμό και τη σκληρότητά τους γι’ αυτούς που αφήνουν πίσω. Όπως και για τη χώρα που –με όλα της τα προβλήματα– έδωσε μεροκάματα στους γονείς τους, τους σπούδασε, τους μόρφωσε, τους εφοδίασε με ό,τι μπορούσε και τους μεγάλωσε μέχρι την παραγωγική τους ηλικία. Θα μπορούσαν, αντί να δηλώσουν την αποστροφή τους για τη διεφθαρμένη κοινωνία και την άγονη γη, να προσπαθήσουν να γίνουν εργάτες στη λύση των προβλημάτων της. Ίσως κύτταρα του μηχανισμού που θα οδηγήσει την Ψωροκώσταινα σε μια νέα εποχή.
Της ερημιάς γεράκι
Στο τέλος της γκρίνιας οφείλω μια αναφορά και σε όσους αγωνίστηκαν μέσα στην τελευταία δύσκολη δεκαετία, όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για να υποστηρίξουν –στο μέτρο των δυνατοτήτων τους– τον κοινωνικό ιστό. Πραγματικές ΜΚΟ, συνταξιούχοι μάνατζερ και επιχειρηματίες, συντεχνίες, οργανισμοί με σεβασμό στην αποστολή τους, εθελοντές, χτυπημένοι από την κρίση με κοινωνικές ευαισθησίες, παραγωγικές, τουριστικές και εμπορικές επιχειρήσεις, σύμβουλοι και coaches, ομάδες πολιτών, σ’ έναν σημαντικό ρόλο κοινωνικής δράσης με κέντρο τον άνθρωπο. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και υστερόβουλες προσεγγίσεις. Χωρίς να υπολογίσουν κερδοφορίες και κεκτημένα. Με το κεφάλι κάτω, σαν να τους αφορά προσωπικά.
Σαν να ακούν τον Καζαντζάκη να λέει: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
Δημήτρης Φυντάνης
Τίτλοι-στίχοι από το ποίημα του Νίκου Γκάτσου «Σε πότισα ροδόσταμο» (1959)