sthlh_analatos21.jpg

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι τον τελευταίο καιρό είναι θυμωμένοι. Παντού, στους δρόμους, στις παρέες, στις δουλειές, όταν κάθεσαι να πιεις έναν καφέ, από τον εργαζόμενο που σου τον σερβίρει μέχρι το διπλανό ζευγάρι που, αφού τσακωθεί για πολλή ώρα δυνατά, μετά πέφτει μέσα στη σιωπή του κινητού του τόσο ηχηρά, που σε κάνει να νιώθεις αμήχανα αν εσύ συζητάς.

Τις προάλλες, μια μαμά, ξένη, όχι τουρίστρια προφανώς, μπήκε μαζί μ’ ένα μικρό αγοράκι δυο τριών χρονών στον ηλεκτρικό. Από τη μια κρατούσε το παιδί, από την άλλη μια μεγάλη σακούλα με ψώνια, πάνινη, όχι πλαστική. Μια κυρία ηλικιωμένη, όρθια κι εκείνη, της παραχώρησε τη θέση που άδειασε. Η γυναίκα την ευχαρίστησε με τα σπασμένα της ελληνικά και έβαλε το αγοράκι να καθίσει, τη σακούλα εμπρός από τα πόδια του κι εκείνη έμεινε όρθια δίπλα του και του χάιδευε το κεφαλάκι.

Δεν άργησε πολύ η επίθεση, γύρω στο ένα λεπτό υπολογίζω. Ένας άντρας γύρω στα 70 άρχισε να φωνάζει: «Δεν ντρέπεσαι, κυρά μου, καθόλου; Βάζεις να καθίσει το παιδί και αφήνεις την κυρία όρθια; Σήκωσέ το αμέσως, τι περιμένεις; Έτσι κάνετε στη χώρα σας; Δεν σέβεστε τίποτα. Και ήρθατε εδώ και μας παίρνετε και τις δουλειές».

Μπορώ περίπου να μεταφέρω τα λόγια του άντρα, όσα η έκπληξη μου επιτρέπει να θυμηθώ. Δεν μπορώ να μεταφέρω όμως το ύφος του, το κόκκινο βλέμμα του, τα χέρια του, που «έβριζαν» με ακατάληπτο και απειλητικό τρόπο τη γυναίκα-μητέρα, που τόλμησε να βρεθεί στο διάβα του εκείνο το πρωί, στο τρένο του, στην πόλη του, στη χώρα του, για να διαταράξει τη θυμωμένη του ησυχία και ασφάλεια, να παραβιάσει τις εθνικές του αξίες· και όχι μόνο αυτό, αλλά κάτι χειρότερο: να διαταράξει την οικονομική του ασφάλεια, τη δουλειά του, τη σύνταξή του, το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών του. Κάποιος λοιπόν έπρεπε να πληρώσει για όλα.

Είχαμε μείνει άφωνοι. Η γυναίκα χλωμή, προσπάθησε ευγενικά να δικαιολογηθεί. Του εξηγούσε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα τής είχε δώσει τη θέση της και ότι ήταν το ίδιο σαν να καθόταν αυτή στη θέση, με το παιδί αγκαλιά. Το παιδί κοίταζε τον άντρα φοβισμένο. Κανένας δεν πρόλαβε να μιλήσει. Μόνο μουρμουρητά, χωρίς να είναι ξεκάθαρα ποιανού το μέρος υπερασπίζονταν.

«Εσύ να ντραπείς, του φώναξε η ηλικιωμένη κυρία. Ποιος ξέρει τι σου έφταιξε από το πρωί και είπες να χαλάσεις και τη δική μας μέρα με τα νεύρα σου. Όμως, ο άνθρωπος δεν έχει με τίποτα πιο σοβαρό να ασχοληθεί. Δεν ξέρεις, χριστιανέ μου, ότι πιο εύκολα πέφτουν τα παιδιά από έναν μεγαλύτερο όταν το τρένο σταματάει απότομα; Φαίνεται ότι δεν έχεις αναθρέψει παιδιά. Μακάρι να μην έχεις αναθρέψει».

Ο κύριος μαζεύτηκε στο καβούκι του, έτοιμος να πάθει εγκεφαλικό. Οι υπόλοιποι ξεθαρρέψαμε και πήραμε το μέρος της γυναίκας με το παιδί. Είχε φτάσει στη στάση που θα κατέβαινε. Σιωπηλή πήρε το αγοράκι από το χέρι και την τσάντα της και κατέβηκε από το τρένο.

Πρόλαβα και είδα μια τεράστια ουλή από εγχείρηση στο πίσω μέρος του κεφαλιού του παιδιού, μέχρι τον λαιμό του. Κατέβηκα κι εγώ στην επόμενη στάση.

Μαρία Γεωργαλά,
MSc Επικοινωνιολόγος,
σύμβουλος σταδιοδρομίας-GCDF,
mentor επιχειρηματικότητας,
www.career-design.gr,
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn