sel.6-fyta_b.jpg

Εξαιτίας του ερευνητικού έργου του έχει λάβει τιμητική διάκριση από τον διεθνή ειδησεογραφικό οργανισμό Thomson Reuters ως ένας από τους ερευνητές που έχει παγκοσμίως τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι έρευνες, τα βιβλία του, αλλά και οι δημοσιεύσεις του, έχουν αναδείξει τα ελληνικά προϊόντα, που μας δίνονται απλόχερα από την ελληνική φύση, φέρνοντας επανάσταση στον τομέα της ελληνικής γεωργίας. Ο κ. Μόσχος Πολυσίου, ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μας παραχώρησε συνέντευξη, μιλώντας μας για τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά (Α.Φ.Φ.), την ανάγκη επιχειρηματικής τους αξιοποίησης και το μέλλον αυτού του τομέα.

Για τις έρευνες που έχετε πραγματοποιήσει έχετε καταξιωθεί παγκοσμίως. Τι ιδιαίτερο όμως έδωσαν αυτές οι έρευνες;

Προσπαθήσαμε να δούμε αν τα ενδημικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά μπορούν να βρουν εφαρμογή στην ίδια τη γεωργία. Δοκιμάζοντάς τα στο εργαστήριο και κάνοντας μικρής κλίμακας πειράματα, είδαμε με μεγάλη ευχαρίστηση ότι καταπολεμούν τις περισσότερες ασθένειες των φυτών. Άρα μπορούμε να καλλιεργήσουμε εντελώς βιολογικά χωρίς τις αρνητικές επιδράσεις των αγροχημικών στο περιβάλλον, στον άνθρωπο και στο ίδιο το προϊόν χρησιμοποιώντας σκευάσματα Α.Φ.Φ. Άλλο συμπέρασμα από τις έρευνές μας είναι ότι για τον ανθρώπινο οργανισμό έχουν αντιμικροβιακή – αντιοξειδωτική δράση, άρα βοηθούν στην αντιγηραντική δράση των κυττάρων μας. Συνεπώς συνεισφέρουν πολύ στην υγεία των ανθρώπων όταν χρησιμοποιούνται ως ροφήματα, συμπληρώματα τροφίμων κ.λπ. Όμως το σημαντικότερο όλων είναι ότι ανοίγουμε νέους δρόμους για την έρευνα σε αυτό τον τομέα.

Με βάση τις έρευνές σας κάποια από αυτά τα φυτά έχουν και αντικαρκινικές δράσεις.

Ακόμα δεν έχουμε καταλάβει εντελώς πώς προκύπτει ο καρκίνος. Έχουμε όμως εντοπίσει παράγοντες που τον προκαλούν, όπως, για παράδειγμα, το οξειδωτικό στρες. Όλα αυτά τα προϊόντα, ή τουλάχιστον τα περισσότερα, μειώνουν κατά πολύ το στρες, συνεπώς δρουν προληπτικά. Βέβαια, όταν είναι προχωρημένη η συγκεκριμένη αρρώστια, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα ισχυρά φάρμακα. Όλα αυτά τα προϊόντα, τα οποία χρησιμοποιούνται στη μεσογειακή διατροφή και στα ροφήματά μας, συμβάλλουν κατά πολύ στην πρόληψη.

Μπορούμε να κάνουμε χρήση αυτών των φυτών και για  άλλες παθήσεις, π.χ. για έναν απλό πονοκέφαλο;

Πράγματι ο κόσμος πιο παλιά ήξερε και χρησιμοποιούσε αυτά τα βότανα για συγκεκριμένες παθήσεις. Βέβαια έπρεπε επίσης να ξέρει από πού θα τα μαζέψει, αλλά και πώς να τα χρησιμοποιήσει στη σωστή αναλογία. Αυτός ο τρόπος είχε χαθεί για αρκετό διάστημα, βλέπουμε όμως ότι επανέρχεται σιγά σιγά. Τα φαρμακεία είναι γεμάτα με τα λεγόμενα «συμπληρώματα τροφίμων» και με βοτανικά τσάγια.

Όλα αυτά που μου αναφέρετε πολλές φορές, όταν τα ακούμε, τα χαρακτηρίζουμε παραϊατρικά.

Υπάρχει αυτή η αντίληψη, αλλά πρέπει να ξεπεραστεί. Ενώ παλιά θεωρούσαμε φυσιολογικό να χρησιμοποιούμε χαμομήλι ή τσάι του βουνού ή ακόμα και μπόλικη ρίγανη στο φαγητό μας, σήμερα έχουμε αποξενωθεί από αυτά. Με βάση τις έρευνες η συντριπτική πλειονότητα αυτών των φυτών έχουν αντιμικροβιακή – αντιοξειδωτική δράση. Πρέπει να ξεπεράσουμε τη λογική ότι οτιδήποτε έχει να κάνει με τα βότανα είναι παραϊατρικό.

Η ποιότητα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι υψηλή;

Στο φυσικό τους περιβάλλον είναι πολύ υψηλή. Βέβαια, όταν παίρνουμε ένα προϊόν από το φυσικό του περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται, για παράδειγμα, σε υψόμετρο 600 μέτρων και το καλλιεργούμε σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο και με ένα έδαφος που διαφέρει, οπωσδήποτε η απόδοσή του θα αλλάξει. Άρα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα προϊόντα που μας δίνει η άγρια χλωρίδα, αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία και ο τρόπος που θα τα καλλιεργήσουμε για να έχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.

Γιατί λοιπόν δεν εκμεταλλευόμαστε αυτές της δυναμικές καλλιέργειες σε μειονεκτικές ορεινές εκτάσεις, έτσι ώστε να πάρουμε το καλύτερο ποιοτικά αποτέλεσμα και παράλληλα να έχουμε οικονομικό όφελος σε απομακρυσμένες περιοχές;

Δυστυχώς οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές είναι κατακερματισμένες. Δεν έχουμε μεγάλες διαθέσιμες εκτάσεις έτσι ώστε να τις εκμεταλλευτούμε επιχειρηματικά και να έχουμε και τον ανάλογο όγκο παραγωγής, που θα μας ωθήσει σε εξαγωγές. Το καλύτερο θα ήταν οι παραγωγοί να οργανωθούν ανά περιοχή σε συνεταιρισμούς και να ξεκινήσουν με λίγα στρέμματα αρχικά. Στη συνέχεια, βλέποντας τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του προϊόντος και την απόδοσή του, μπορούν να αξιοποιήσουν αυτές τις περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί. Με αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσαν να προσφέρουν σημαντικό οικονομικό όφελος σε απομακρυσμένες περιοχές.

Θεωρείτε ότι το υπουργείο οφείλει να χαράξει στρατηγική ώθησης του κόσμου στον πρωτογενή τομέα;

Πράγματι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πρέπει να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά και οι περιφέρειες μπορούν να πάρουν αυτή την πρωτοβουλία, δηλαδή να αναρτήσουν κατηγορίες προϊόντων ανά περιοχή και παράλληλα να προσλάβουν γεωπόνους. Αυτό όμως πρέπει να γίνει από ένα συντονιστικό όργανο το οποίο θα δώσει την κατάλληλη πληροφορία πριν μπουν στη διαδικασία οι υποψήφιοι παραγωγοί που θέλουν να ασχοληθούν με αυτό τον τομέα. Επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, καθώς και ποικιλιών ανά περιοχή της χώρας μας, χρειάζεται ο κλάδος αυτός καθοδήγηση από ειδικούς.

Αν υποθέσουμε όμως ότι γίνονται όλα αυτά, έχει τη δυνατότητα κάποιος να περιμένει 2 ή και 3 χρόνια για να δει τους κόπους του να αμείβονται;

Αυτό είναι το κρίσιμο θέμα. Όλοι οι γεωργοί σήμερα λειτουργούν με άλλη νοοτροπία. Βάζουν μία ποικιλία και σε 6 μήνες αναμένουν τα αποτελέσματα. Εδώ είναι διαφορετικά τα πράγματα. Γι’ αυτό προτείνω να ξεκινήσουν καλλιεργώντας μία μικρή έκταση, να δουν τις ανάγκες και τα αποτελέσματα που θα τους δώσει και στη συνέχεια να κρίνουν αν τους ωφελεί να μεγαλώσουν τις εκτάσεις παραγωγής.

Όμως σήμερα υπάρχει έλλειψη σύνδεσης του πρωτογενούς τομέα με τη βιομηχανία. Πώς θα ξεπεραστεί;

Δεν είναι τόσο δύσκολο και μάλιστα υπάρχουν και παραδείγματα που είναι ενθαρρυντικά, όπως ελληνικές εταιρίες καλλυντικών ή ζυθοποιίας που αγοράζουν ήδη βάσει συμβολαίων ελληνική πρώτη ύλη. Ενδεικτικά ανέφερα δύο παραδείγματα για να δούμε ότι έχουν γίνει κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, έχουμε όμως πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει άμεσα, ακόμα και σε μικρές εκμεταλλεύσεις, είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί να στήσουν μία μονάδα μεταποίησης, πχ. απόσταξης αιθέριου ελαίου, μια τεχνική που οι Έλληνες γεωργοί κατέχουν.

Έναν νέο άνθρωπο που θέλει να γυρίσει στα πατρικά του εδάφη και να ασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα και με αυτά τα φυτά τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει;

Θα του έλεγα αυτό που λέω και στους φοιτητές μου: να παρατηρήσει τι υπάρχει στην περιοχή του, στη συνέχεια να κάνει προσπάθειες να πολλαπλασιάσει το συγκεκριμένο φυτό, να μάθει τις απαιτήσεις που έχει ως προς τις καλλιεργητικές φροντίδες και, τέλος, να δει από την ποιότητα και την ποσότητα του προϊόντος αν όντως τον συμφέρει να συνεχίσει την παραγωγή. Σίγουρα να επιχειρήσει συντηρητικά στην αρχή, έχοντας κατά νου ότι το να ασχοληθεί κανείς με αυτό τον τομέα είναι τρόπος ζωής. Εάν σε κάποιον δεν αρέσει και δεν έχει υπομονή, αυτός δεν πρόκειται να αποκτήσει ποτέ την κατάλληλη γνώση ούτε να κάνει τις σωστές κινήσεις διαχείρισης που θα τον βοηθήσουν να αντεπεξέλθει.

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn