sel.49.jpg

Η λέξη «πουρμπουάρ» προέρχεται από τη γαλλική έκφραση «pour boire» και σημαίνει «κάτι για να πιεις». Η προέλευσή της όμως πάει αρκετές δεκαετίες πίσω και συνδέεται άμεσα με τη δουλεία στην Αμερική. Οι τότε σκλάβοι δεν πληρώνονταν καθόλου και ζούσαν αποκλειστικά από τα φιλοδωρήματα. Από τότε βέβαια έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και έχει καθιερωθεί στην καθημερινότητα σχεδόν όλων των λαών κυρίως ως μία ένδειξη ικανοποίησης του πελάτη για τις υπηρεσίες που έλαβε. Αν και έχουν περάσει αιώνες από την εποχή των σκλάβων, το πουρμπουάρ ακόμα και σήμερα αποτελεί αναγκαίο στοιχείο πολλών εργαζομένων προκειμένου να αντεπεξέλθουν οικονομικά, να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητά τους και να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. 

Αντίξοες συνθήκες για ένα φιλοδώρημα

Οι περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι σήμερα παρουσιάζουν αδυναμία να αποκτήσουν ανεξαρτησία –κυρίως οικονομική– από την οικογένειά τους. Όχι περιέργως άλλωστε, όταν οι πλειονότητα των θέσεων εργασίας που βρίσκουν είναι ευκαιριακής μορφής με χαμηλή αμοιβή και κυλιόμενο ωράριο. Σερβιτόροι, ντελιβεράδες, τηλεφωνικοί εκπρόσωποι και μία σειρά εργαζομένων και σε άλλους τομείς της αγοράς αναγκάζονται να ζουν από τα φιλοδωρήματα/μπόνους του πελάτη. Ως επί το πλείστον είναι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον «πλουσιοπάροχο» μισθό των  300 ευρώ –που κάποιες φορές είναι μαύρα–, δουλεύουν με την ψυχή στο στόμα, κάτω από αντίξοες συνθήκες και υπό την πίεση μην κάνουν κάτι λάθος, γιατί η ουρά στον ΟΑΕΔ είναι μεγάλη…

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνικής αγοράς είναι τα άτομα που μεταφέρουν τις παραγγελίες, κοινώς οι ντελιβεράδες, αλλά και οι τηλεφωνικοί εκπρόσωποι. Από τη μία οι ντελιβεράδες βιώνουν όλα τα παραπάνω και επιπλέον, αν τους συμβεί κάποιο ατύχημα, δεν καταχωρείται ως εργατικό, αφού είναι ανασφάλιστοι. Από την άλλη οι τηλεφωνικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις συναντούν την άρνηση του εργοδότη να τους πληρώσει εάν δεν έχουν επιτύχει στόχους με βάση προβλεπόμενα πλάνα (που ως συνήθως είναι αεροπλάνα). Τα παραπάνω είναι απλώς δύο περιπτώσεις από τους πολλούς εργαζομένους που αναγκάζονται να δουλεύουν με ήλιο ή βροχή, ζέστη η κρύο, έχοντας κολλημένο ένα ακουστικό στο αφτί τους για πολλές ώρες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η σωματική υγεία τους τίθεται σε κίνδυνο, παρά ταύτα δεν λαμβάνουν καν βαρέα και ανθυγιεινά.

Πέρα όμως από τα παραδοσιακά επαγγέλματα που γνωρίζουμε, καινούρια κάνουν την εμφάνισή τους. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση και στην προσπάθεια οι να βγάλουν έστω μερικά ευρώ οι άνεργοι έχουν δημιουργήσει μία νέα μόδα εργασίας-επαιτείας. Στα σούπερ μάρκετ μπορούν να βρεθούν πλέον οι λεγόμενοι «baggers». Επί της ουσίας είναι άνεργοι που, για να βγάλουν λίγα ευρώ, βοηθούν τους πελάτες να τοποθετούν τα προϊόντα τους στις σακούλες, περιμένοντας κάνα φιλοδώρημα (με τη σύμφωνη γνώμη και προς εξυπηρέτηση των καταστημάτων). Συχνά αλλάζουν πόστο και συλλέγουν τα καροτσάκια στα πάρκινγκ των καταστημάτων, προσδοκώντας ως μόνο αντάλλαγμα της εργασίας τους το φιλοδώρημα ή το όφελος του μισού ή τους ενός ευρώ που τοποθετούν οι πελάτες στο καρότσι κατά την παραλαβή του. Αυτή τη μικροεξυπηρέτηση, που παλαιότερα την εκτελούσαν επαίτες ή μετανάστες, σήμερα την κάνουν άνεργοι για να βγάλουν το ψωμί τους! Ο αγώνας για τα πουρμπουάρ και τα μπόνους δυστυχώς αποτελεί μία μαύρη πραγματικότητα.

Τι γίνεται όμως στη χώρα που όλο βγαίνει από την κρίση και όλο μέσα είναι, που τελειώνει με τα μνημόνια και όλο μέτρα έρχονται; Είναι γεγονός ότι το μέγεθος του φιλοδωρήματος, όταν και όπου υπάρχει, έχει μειωθεί δραματικά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η λιτότητα έγινε κανονικότητα και οι προϋπολογισμοί μαζεύτηκαν. Ακόμα και έτσι όμως το πουρμπουάρ για πολλούς είναι ένα δεύτερο μεροκάματο. 

Αν κάποτε μιλούσαμε για τη γενιά των 700 ευρώ, σήμερα μιλάμε για τη γενιά των 360 ευρώ. Το παράδοξο στην όλη κατάσταση είναι ότι αυτοί οι νέοι φτωχοί απασχολούμενοι, οι οποίοι αμείβονται με 3 ευρώ την ώρα και εργάζονται με 4ωρα (που πολλές φορές γίνονται 6ωρα), λογίζονται ως κανονικοί εργαζόμενοι. Είναι απορίας άξιο ποιος μπορεί να ζήσει με αυτά τα ποσά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας στον ιδιωτικό τομέα 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Είναι ωρομίσθιοι ή απασχολούμενοι με εκ περιτροπής εργασία 2-3 ημερών ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα. Η Ελλάδα σήμερα ανάμεσα στις θλιβερές πρωτιές που εξασφάλισε τα χρόνια της κρίσης πρέπει να προσθέσει ακόμα μία: αυτή με τον χαμηλότερο μισθό στην Ε.Ε. και αυτή με την περισσότερο απορρυθμισμένη αγορά εργασίας.

 

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn