Κάθε χρόνο πάμε καλύτερα, σημειώνοντας ρεκόρ αφίξεων τουριστών. Αυτό φάνηκε και φέτος, καθώς από νωρίς υπήρχε θετικό κλίμα για την άνοδο της ζήτησης και σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι προ-κρατήσεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες. Φέτος αναμένεται να έρθουν 32 εκατ. τουρίστες, αριθμός-ρεκόρ (ο περσινός ήταν 30 εκατ.). Όμως, όπως πολλές φορές συμβαίνει, οι αριθμοί κρύβουν επιμελώς την πραγματικότητα. Είναι κοινό μυστικό ότι οι tour operators διαμορφώνουν τις αγορές ανάλογα με τα κέφια τους. Οπότε το φυσικό ερώτημα που δημιουργείται είναι «τι θα γίνει όταν η Ελλάδα δεν θα είναι ανάμεσα στα αγαπημένα παιδιά τους;»
Ο τουρισμός αναφέρεται ως η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας και όχι άδικα. Αυτό φαίνεται και από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί ο κλάδος, που αγγίζει τις 400.000 για το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2018. Όμως ο τρόπος που είναι δομημένος, η κατεύθυνσή του και το κοντόφθαλμο όραμά του (το οποίο μπορούμε να το συναντήσουμε και στο Υπουργείο Τουρισμού, αλλά και στους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό) δεν τον αφήνουν να αναπτύξει την πραγματική δυναμική του.
Τα μαγευτικά νερά, ο ήλιος και το πλήθος επιλογών μετέτρεψαν την Ελλάδα από μια χώρα που βασιζόταν στον πρωτογενή τομέα σε ένα μεγάλο τουριστικό θέρετρο. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι η βαριά βιομηχανία μας πάσχει από έλλειψη φερεγγυότητας. Τι θα συμβεί όταν οι tour operator αποφασίσουν να ωθήσουν τον κόσμο σε άλλες αγορές, όπως στη Σαουδική Αραβία, την Ισπανία ή ακόμα και την Τουρκία. Παρεμπιπτόντως ο τομέας του τουρισμού έχει θεαματική άνοδο στη γείτονα χώρα, με τις χαμηλές τιμές να είναι το σημαντικότερο χαρτί της.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, η βαριά βιομηχανία στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια και οφείλει να εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο από τον ήλιο και μια γαλάζια παραλία. Δυστυχώς το ελληνικό προϊόν είναι εγκλωβισμένο και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τουρισμού πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται εναλλακτικές μορφές ύπαρξης και επιχειρηματικής δράσης. Μια σειρά τομέων της Ελλάδας, όπως ο πολιτισμός μας, που είναι από τους πλουσιότερους σε όλο τον κόσμο, ή ακόμα και η διατροφή μας, μια και τα ελληνικά προϊόντα είναι γνωστά διεθνώς για την ποιότητά τους, πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια και να διεκδικήσουν τη θέση που δικαιωματικά τους αξίζει.
Είναι κρίμα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα οι τουρίστες που έρχονται και είναι διατεθειμένοι να αφήσουν τα λεφτά τους να καταφθάνουν για να ζήσουν μοναδικές εμπειρίες και αυτό που θα συναντούν να είναι π.χ. τα σκουπίδια της Λευκίμμης (σημειωτέον ότι η Κέρκυρα είναι από τα νησιά με τον περισσότερο τουρισμό στην Ελλάδα).
Επαναπροσδιορισμός των στρατηγικών προτεραιοτήτων από το Υπουργείο Τουρισμού
Η διασύνδεση πολιτισμού και τουρισμού θα έπρεπε να είναι στρατηγική προτεραιότητα. Είναι αναγκαία η δημιουργία ενός συνολικότερου σχεδίου, στο οποίο θα συμβάλλει και η τοπική κοινωνία προκειμένου να συν-διαμορφωθεί ώστε να βγουν προς τα έξω τα πραγματικά δυνατά στοιχεία. Προφανώς αυτή η στρατηγική δεν θα περιορίζεται και δεν θα εξαντλείται στην επισκεψιμότητα των τουριστών σε κάποιους, λίγους για τον πλούτο της χώρας αρχαιολογικούς χώρους ή μουσεία.
Σε αυτό συνηγορεί και ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Γιάννης Α. Ρέτσος, ο οποίος σε ομιλία του στο workshop «Διασύνδεση τουρισμού-πολιτισμού: Τα εμπόδια και οι προοπτικές» ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η μελέτη στρατηγικής του τουρισμού, ο οδικός χάρτης για το έτος 2021 που εκπόνησε ο ΣΕΤΕ, δείχνει ότι ο πολιτιστικός τουρισμός έχει τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τη χώρα και μόνος του, και σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα, όπως το κυριότερο προϊόν μας, το “ήλιος και θάλασσα”. Διαφοροποιεί το προϊόν μας, το κάνει πιο ανταγωνιστικό, βελτιώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, αμβλύνει την εποχικότητα της τουριστικής περιόδου και κατανέμει πιο ομοιόμορφα γεωγραφικά το εισόδημα από τον τουρισμό.
»Γι’ αυτό και ο ΣΕΤΕ επιλέγει στις άμεσες προτεραιότητές του να στοχεύσει στην ουσιαστικότερη διασύνδεση πολιτισμού και τουρισμού. Ιδίως τώρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού έχει ανακηρύξει το 2018 ως Έτος Τουρισμού και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτός είναι ο δρόμος για να κάνουμε το επόμενο καθοριστικό βήμα. Ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται μια καινούρια, ανανεωμένη στρατηγική, που θα απαντά στις διαρκώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις».
Στην ίδια κατηγορία με τον πολιτισμό ανήκει και το κομμάτι της διατροφής. Η μεσογειακή διατροφή αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, το οποίο δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς ως προς το κομμάτι του τουρισμού. Τα ελληνικά προϊόντα μάλιστα διακρίνονται για την εξαιρετική ποιότητά τους, αλλά και τις ιατρικές ιδιότητές τους, χαρακτηριστικά που τα κάνουν ανάρπαστα παγκοσμίως.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να κεφαλαιοποιήσει τον γαστρονομικό πολιτισμό της σχεδιάζοντας, αναπτύσσοντας και υλοποιώντας μια ολοκληρωμένη και ολιστική προσέγγιση του τουρίστα, συνδέοντας παράλληλα τον αγροδιατροφικό τομέα με τον τουρισμό. Η δε ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού θα αναδείξει και την πολύ καλή και ιδιαίτερη πρώτη ύλη. Στον βαθμό δε που θα ωριμάσει, αναβαθμίζει την ταξιδιωτική εμπειρία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για γαστρονομικό τουρισμό, που αποτελεί απώτερο στόχο. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι η σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τον τουρισμό θα επεκτείνει τις τουριστικές προοπτικές και περιόδους και παράλληλα θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη ποιοτικής αγροτικής παραγωγής και τροφίμων, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στο εισόδημα και διαφυλάσσοντας το περιβάλλον.
Η δικτύωση αποτελεί ένα πολύ δυνατό αναπτυξιακό εργαλείο για μικρές, απομονωμένες και διεσπαρμένες γεωγραφικά περιοχές, όπως τα Επτάνησα, καθώς με τη συσπείρωση επιχειρηματιών μπορεί να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα από οικονομικούς παράγοντες που θα αναδείξουν διαφορετικές πτυχές της τοπικής οικονομίας, π.χ. στον τομέα των τοπικών προϊόντων, του εναλλακτικού τουρισμού, της γαστρονομίας κ.λπ. Η συσπείρωση αυτή λειτουργεί με τους όρους του «συν-ανταγωνισμού» και μπορεί να δημιουργήσει όφελος τόσο στο επίπεδο του προορισμού, όσο και σε αυτό των επιχειρήσεων.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»